-
1 κλαυσιάω
κλαυσιάω, = Vorigem; weinerlich thun, Poil. 2, 64. Uebertr. von der knarrenden Thür, τὸ ϑύριον φϑεγγόμενον ἄλλως κλαυσιᾷ Ar. Plut. 1098.
См. также в других словарях:
φθέγγομαι — ΝΜΑ (λόγιος τ.) μιλώ νεοελλ. (με ειρωνική συν. σημ.) λέω κάτι με στόμφο μσν. αρχ. ξεστομίζω («βασιλεῡ κοῑον ἐφθέγξαο ἔπος;», Ηρόδ.) αρχ. 1. (ιδίως) μιλώ με ένταση, φωνάζω 2. (σπάν.) βγάζω ασθενή φωνή («ὀλίγῃ ὀπῇ φθεγξάμενος», Ομ. Οδ.) 3. (για… … Dictionary of Greek